Η φωτογραφία δρόμου, που έχει μια μακράν παράδοση στη φωτοδημοσιογραφία την ιστορία της φωτογραφίας και στους μεγάλους καλλιτέχνες, έχει γίνει πρόσφατα, η μάλλον εδώ και πολύ καιρό, ύποπτη και μάλιστα πρόσφατα έχει αποκτήσει και άλλα κουσούρια. Όπως αναφέρεται και στο TimesOnline, οι φωτογράφοι δρόμου αντιμετωπίζονται με μεγάλη καχυποψία, πέρα από τις ανησυχίες της παιδοφιλίας και της τρομοκρατίας. Μια νέα εκστρατεία με αφίσες από τη μητροπολιτική αστυνομία του Λονδίνου ενθαρρύνει τους κατοίκους του να καλούν άμεσα από μια ειδική τηλ.γραμμή, που έγινε για αυτό το σκοπό, εάν παρατηρήσουν κάποιο φωτογράφο «ύποπτα» να τους σημαδεύει. Στην Ελλάδα δεν είναι και πολύ καλύτερα τα πράγματα, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, ο κόσμος δείχνει να ενοχλείτε εύκολα, φοβούμενος και με όλες αυτές τις εκπομπές τύπου «ζούγκλα» αλλά και την έκθεση του στο διαδίκτυο.
Είναι αυτό το μέλλον της φωτογραφίας δρόμου; Φαίνεται ειρωνικό το ότι η φωτογραφία δρόμου κατάντησε να είναι στόχος όταν οι αρχές έχουν ήδη μαγνητοσκόπηση όλους εμάς στους αερολιμένες, τις τράπεζες τις δημόσιες συγκοινωνίες και στις διασταυρώσεις των πόλεων. Τι είναι μια παραπάνω φωτογραφία δική τους, δική μου ή δική σας που διασχίζετε το δρόμο; Στην πραγματικότητα, μερικές από τις διασημότερες φωτογραφίες στην ιστορία λήφθηκαν από τους φωτογράφους δρόμου - Robert Frank, Henri Cartier-Bresson , Diane Arbus και όχι μόνον.
Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω άρθρο της Κατερίνας Οικονόμου στην Ελευθεροτυπία, τον περασμένο μήνα, για το πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα και το αμόκ που έχει καταλάβει πολλούς περί προσωπικών δεδομένων…
« Μην πυροβολείτε τον... φωτογράφο
Η κοπέλα έβαζε προσεκτικά κραγιόν, αξιοποιώντας την αντανάκλαση του ειδώλου της πάνω στη βιτρίνα ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου, στο κέντρο της Αθήνας. Απορροφημένη από την προσπάθεια να πετύχει το περίγραμμα, δεν πήρε είδηση τον άνδρα που τη στόχευε με τον φακό της φωτογραφικής μηχανής του. Παρακολουθούσα τη σκηνή με τη σκέψη ότι, πράγματι, ήταν πολύ ευχάριστη η εικόνα εκείνης της τριαντάχρονης, κομψής Αθηναίας που έστησε ένα αυτοσχέδιο μπουντουάρ στη νυχτερινή Πανεπιστημίου -αν δεν το είχε προσέξει πρώτος ο άνδρας με τη μηχανή, θα την είχα προσπεράσει χωρίς να δώσω σημασία σ' εκείνο το χαριτωμένο στιγμιότυπο. Στο δεύτερο κλικ της μηχανής, όμως, η γυναίκα γύρισε και το ξάφνιασμα, σε δευτερόλεπτα, μετατράπηκε σε θυμό. Με οργισμένη φωνή, απαίτησε να μάθει ποιος του έδωσε το δικαίωμα να τη φωτογραφίζει και άρχισε να πετάει κάτι βαρύγδουπα περί προσωπικών δεδομένων. Απομακρύνθηκα χωρίς να περιμένω ν' ακούσω την απάντηση του φωτογράφου, ο οποίος πάντως την κοίταζε άναυδος.
Μήπως η ευαισθησία μας για την περιφρούρηση της ιδιωτικότητας έχει τον τελευταίο καιρό αγγίξει τα όρια της υπερβολής; Πώς φαντάστηκε εκείνη η γυναίκα ότι μπαίνοντας στον δημόσιο χώρο θα έχει -και θα δικαιούται- τον απόλυτο έλεγχο της εικόνας που δίνει; Αναπόφευκτα, βγαίνοντας από το σπίτι μας, έχουμε ήδη κάνει μια άτυπη συμφωνία: οι άλλοι θα μας κοιτάζουν ελεύθερα, αν θέλουν μάλιστα θα μας παρατηρούν. Παραχωρούμε την εικόνα μας στο βλέμμα των άλλων - που αν κρατούν φωτογραφική μηχανή μπορούν και να την απαθανατίσουν. Θα μπορούσαν προφανώς να μας ζητούν την άδεια, και αρκετοί φωτογράφοι πράγματι το κάνουν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως ο αυθορμητισμός είναι εκ των πραγμάτων χαμένος. Η φωτογραφία δρόμου αντλεί το ενδιαφέρον, την ένταση και τελικά την αλήθεια της από την ικανότητα του φωτογράφου να αιχμαλωτίσει το στιγμιαίο, να συλλάβει τη φευγαλέα ομορφιά του τυχαίου.
«Η καθημερινότητα είναι συναρπαστική, γεμάτη από μικρά θαύματα. Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να αποδώσει τη γοητεία του απρόσμενου που γεννιέται στον δρόμο», συνήθιζε να λέει ο Ρομπέρ Ντουανό. Η δική του διάσημη φωτογραφία των δύο ερωτευμένων, που φιλιούνται έξω από το Hotel de Ville, μας διηγείται μια ιστορία από το Παρίσι του '50.
© Estate of Robert Doisneau
Ο φακός και η διεισδυτική, ευαίσθητη ματιά των καλύτερων φωτογράφων δρόμου του περασμένου αιώνα είναι ο λόγος που μπορούμε να φανταστούμε και να ανασυστήσουμε το παρελθόν μας - οι φωτογραφίες του Ντουανό, του Ρόμπερτ Φρανκ, του Μπρεσόν και του Γουόκερ Εβανς δεν είναι μόνο αισθητικά ενδιαφέρουσες. Καταγράφουν και αφηγούνται την πολιτισμική ιστορία μας, ακριβώς την ώρα που τη γράφουμε πάνω στις ελάχιστες, φαινομενικά αδιάφορες ψηφίδες της καθημερινότητας. Τι είναι η ιστορία μιας πόλης αν όχι και το άθροισμα των μικρών επεισοδίων που παίζονται στον δημόσιο χώρο;
Ο βραβευμένος Βρετανός φωτογράφος Ρότζερ Χάτσιγκς έπεσε θύμα ξυλοδαρμού σε ένα πάρκο στο Λονδίνο - ένας άνδρας νόμιζε πως ο Χάτσιγκς φωτογράφιζε το παιδί του. Τόση έχθρα και καχυποψία απέναντι στον φακό δεν είχε συναντήσει την περίοδο που ήταν σε αποστολή στη Βοσνία. Ακόμη και αν πράγματι είχε φωτογραφίσει το παιδί, γιατί αυτό θα έπρεπε να προκαλέσει τρόμο στον πατέρα; Λίγο η υστερία για τους παιδόφιλους που υποτίθεται πως παραμονεύουν σε κάθε γωνία, λίγο ο πανικός για το ενδεχόμενο τρομοκρατικών επιθέσεων, λίγο οι στρεβλώσεις του επίμονου κινήματος πολιτικής ορθότητας που μας έχει κάνει μυγιάγγιχτους, κι έχουμε φτάσει να κυκλοφορούμε στους δρόμους των πόλεων με την αίσθηση πως όλοι απειλούμαστε απ' όλους.
Ο Γουόκερ Εβανς φωτογράφιζε τους συνεπιβάτες του στον υπόγειο της Νέας Υόρκης, με μία κάμερα κρυμμένη στο παλτό του. Τι αλήτης... Αν είχε επιχειρήσει το ίδιο σήμερα, θα είχε φάει πολύ ξύλο. Όταν ο Μπρεσόν φωτογράφιζε, στην Αθήνα του 1953, δύο μαυροντυμένες Ελληνίδες τη στιγμή που περνούσαν μπροστά από την κατοικία με τις καρυάτιδες στο Θησείο, παραβίαζε άραγε την ιδιωτικότητα των δύο γυναικών; Ενδεχομένως. Και ευτυχώς. Το θέμα είναι πώς αντιλαμβανόμαστε τελικά την έννοια της ιδιωτικότητας στον δημόσιο χώρο και σε ποιες συνθήκες πραγματικά υπονομεύεται η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων μας.
photo by Walker Evans
Κατερίνα Οικονόμου Ελευθεροτυπία
Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.
Από το 2003 ο MANOS (Μάνος Λυκάκης) έγραφε στο dpgr
«Είναι αλήθεια πως δεν φωτογραφίζω πια στους δρόμους.
Νόμιζα πως δεν είχε αλλάξει κάτι τα τελευταία χρόνια.
Λάθος μου μεγάλο. Οι άνθρωποι γύρω μας έχουν γίνει τόσο επιθετικοί και φοβισμένοι απέναντι στον φωτογραφικό φακό , που η απόπειρα για street photography στην Αθήνα , καταντάει επικίνδυνο και άχαρο σπορ.
Χμμμ , συγγνώμη αλλά «φωτογραφία δρόμου» με τέτοιους ανθρώπους ΔΕΝ γίνεται.»
Το γεγονός είναι ότι πολύ λίγοι από μας ζούμε τις ζωές μας εξ ολοκλήρου εκτός της δημόσιας οπτικής . Ο δρόμος αποτελεί το χώρο όπου ο πολιτισμός αναπτύσσεται και απεικονίζεται πίσω σε μας μέσω του εμπορίου, της αρχιτεκτονικής, της μόδας, της γλώσσας των σωμάτων, της διαφήμισης και της αναγνώρισης των ανθρώπων μας .
Ιστορικά η φωτογραφία δρόμου, με τυχαίες σκηνές, είναι ανεκτίμητη στην κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων και στο να μάθουν από πού και πως φτάσαμε μέχρι εδώ. Πώς οι άνθρωποι μετακινούνταν γύρω από την πόλη, πώς ντύνονταν , που ψώνιζαν, πως καθιερωνόταν η μόδα κλπ. - Η ειλικρινής φωτογράφιση στο δρόμο είναι ένας κρίσιμος καθρέφτης, ένα απαραίτητο στιγμιότυπο της συλλογικής εμπειρίας μας στα κοινά διαστήματα. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να καταλάβουμε ενδεχομένως πως είναι ένα καλοκαίρι στο Παρίσι η στην Νέα Υόρκη η ακόμα στην Αθήνα το 1938; Πώς αλλιώς θα μπορούμε να πιάσουμε μια άγρια και συγκρουσιακή σκηνή δρόμου του Σαν Φρανσίσκο το 1968; η στην Αθήνα των συνταγματαρχών του 1967;
Δυστυχώς στην εποχή μας όπου κυριαρχεί η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα η φωτογράφιση δρόμου και θα έλεγα ακόμη ίσως και επικίνδυνο. Ο καθένας διαστρεβλώνει τους κανόνες και θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να βάζει όρους, όρια και απαγορεύσεις.
Τώρα βέβαια επειδή κάποιων οι απόψεις η οι εμμονές αποδεικνύονται επιφανειακές η άδικες δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να φωτογραφίζουμε στο δρόμο ούτε ασφαλώς αυτό μπορεί να αποφευχθεί διαχρονικά. Δηλαδή είναι σαν να λέμε να απαγορεύσουμε σε όλους τους ανθρώπους να μετρούν γιατί μερικοί δεν μπορούν να κάνουν σωστή πρόσθεση!
Από την άλλη δεν σημαίνει ότι αυτή( η φωτογραφία δρόμου) θα πρέπει να θεωρηθεί η ευκολότερη οδός προς μια καλλιτεχνική καταξίωση, αντιθέτως είναι από τα δυσκολότερα εγχειρήματα.
Ο Π. Ριβέλλης είχε πει κάποτε «Στην τέχνη το φαινομενικά ευκολότερο είναι και το ουσιαστικά δυσκολότερο. Ας μην νομίζουν λοιπόν οι απανταχού τής Ελλάδας νέοι φωτογράφοι, ότι ο ευκαιριακός βομβαρδισμός τού ανυποψίαστου και ανυπεράσπιστου κοινωνικού μας περίγυρου θα τους εξασφαλίσει εύκολα και σύντομα φωτογραφία ενδιαφέρουσα και προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος. Τις περισσότερες φορές θα καταλήξουν σε μια συλλογή φολκλορικών ή χιουμοριστικών στιγμιότυπων, που θα είναι για την καλλιτεχνική φωτογραφία ότι τα πνευματώδη ευφυολογήματα για τη λογοτεχνία.
Αν όμως οι νέοι αυτοί φωτογράφοι θελήσουν να μελετήσουν τους σπουδαίους «φωτογράφους» τού «δρόμου» θα διαπιστώσουν: Πρώτον, ότι τα θέματά τους δεν έχουν καθαυτά (τις περισσότερες φορές) ενδιαφέρον, παρά μόνον σε σχέση με το φωτογραφικό (και όχι πραγματικό) γεγονός και, ακόμη πάρα πέρα, εντασσόμενα στο συνολικότερο έργο τού φωτογράφου, με πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα προσέγγιση τού κόσμου και τού φωτογραφικού μέσου…»
Η φωτογραφία δρόμου προϋποθέτει να είστε κοντά στους ανθρώπους - συχνά πολύ κοντά. Για να κάνει κάποιος αυτόν τον τύπο φωτογραφίας με επιτυχία πρέπει να είναι στη σκηνή, στο συγκεκριμένο μέρος και όχι ένας απόμακρος παρατηρητής. Αυτό σημαίνει φωτογράφηση με ευρυγώνιους φακούς και πιστεύω τίποτα περισσότερο από τα 50mm. Με ευρυγώνιο φακό συμμετέχετε. Με ένα τηλεφακό είστε στην καλύτερη περίπτωση παρατηρητής, στη χειρότερη περίπτωση ένας περαστικός. Ακριβώς αυτή η μέθοδος είναι που αποτρέπει και αρκετούς φωτογράφους, λόγω του ότι αυτός ο τρόπος φωτογράφισης σημαίνει πολύ κοντά στο προσωπικό διάστημα των περισσότερων ανθρώπων.
Μια φωτογραφία δρόμου για να είναι πετυχημένη θεωρώ ότι κάτι στη σκηνή πρέπει να «μιλήσει» να φανεί σημαντικό στο φωτογράφο, ακόμα κι αν εκείνο το κάτι δεν είναι άμεσα προφανές. Η αποτελεσματική φωτογραφία δρόμου πρέπει να δημιουργεί μια ανατρεπτική οπτικά εικόνα παρά να αφηγείται κάποια ιστορία καταγράφοντας απλά τι ήταν εκεί σε έναν ιδιαίτερο χρόνο και σε μια συγκεκριμένη θέση.
Νομίζω μια από τις καλύτερες μεθόδους φωτογραφίας δρόμου τείνει να είναι η αντανακλαστική, συχνά ένα είδος reportage που μπορεί να πάρει μία θέση με μόνο μια καλά στοχευμένη φωτογραφία. . η γρηγοράδα του να βάλω την κάμερα στο ύψος του ματιού δεν σημαίνει ότι η προσεκτική σύνθεση και η καλλιτεχνική φαντασία, δεν έχουν πραγματοποιηθεί , αλλά ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά συμβαίνει πριν καν να κοιτάξω μέσω του σκοπεύτρου – και συμβαίνει μέσω της εκμάθησης να αναγνωρίζονται οι καταστάσεις, να προσδοκάς την συμπεριφορά, να αναγνωρίζεις τη σκηνή/το μέρος , με λίγα λόγια να αναπτύσσεις ένα καλλιτεχνικό όραμα και μια φωτογραφική φαντασία. Έχοντας ένα «καλό μάτι», και προπαντός να είσαι παρών, βοηθάει πάρα πολύ. Ακόμα δεν είναι όλη η φωτογραφία δρόμου "γρήγορη" στη διάρκεια των όποιων γεγονότων. Μερικά συμβάντα είναι αρκετά «σκόπιμα», εξετάζονται προσεκτικά και εκτελούνται.
Henri Cartier-Bresson : The Decisive Moment - ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβαστεί από όλους τους ενδιαφερόμενους για τη φωτογραφία δρόμου και τις ρίζες της , και είναι τώρα ελεύθερο να το διαβάσετε δωρεάν στη πιο κάτω διεύθυνση on line.
Μάθημα φωτογραφίας δρόμου,
από τον Garry Winogrand
Το πιο κάτω άρθρο εμφανίστηκε αρχικά στο τεύχος Ιουνίου του 1988 στο περιοδικό Modern Photography Γράφτηκε από τον Mason Resnick, ιδρυτή του Black and White World, για τον καιρό που διετέλεσε μαθητής του Garry Winogrand.
Είναι άκρως ενδιαφέρον για όσους ασχολούνται και θέλουν να ενδιατρίψουν βαθύτερα με τη φωτογραφία δρόμου αλλά και να κατανοήσουν τις μεθόδους και τα «μυστικά» του μεγάλου φωτογράφου.
Ποιός είναι ο Mason Resnick
Ο Resnick είναι ενεργός φωτογράφος στη φωτογραφία δρόμου. Η ζωή του σαν φωτογράφος κυριολεκτικά άλλαξε όταν μαθήτευσε κοντά στον Garry Winogrand το 1976. Έχει προωθήσει με μεγάλο ενθουσιασμό τη φωτογραφία δρόμου (καθώς επίσης και άλλες μορφές φωτογραφίας). ο Resnick έχει δημοσιεύσει πλειάδα άρθρων για τη φωτογραφία σε πολλά περιοδικά φωτογραφίας και ιστοχώρους από το 1983. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Modern Photography, Popular Photography, Photo Business, Shutterbug, Photo District News, Visio, Darkroom Photography, American Photo και Outdoor & Travel Photography. Διετέλεσε ακόμα αρθρογράφος για θέματα φωτογραφίας στους New York Times. Αυτήν την περίοδο είναι ο επικεφαλής του κέντρου εκμάθησης Adorama AIRC, όπου εργάζεται από το 2005, και διδάσκει φωτογραφία δρόμου στο Perfect Picture School of Photography. Οι φωτογραφίες του έχουν εμφανιστεί στα περιοδικά Stern, Hadassah, και Modern and Popular Photography . Φωτογραφικές συλλογές του είναι μέρος της μόνιμης συλλογής του Μουσείου Τέχνης της Πόλης της Οκλαχόμα.
Το μάθημα από τον μεγάλο δάσκαλο…
Τα μαθήματα φωτογραφίας στο εργαστήριο με το Garry Winogrand, άρχισαν στο τρίτο όροφο μιας αίθουσας πάνω από τη πολύβουη οδό Nassau στο Μανχάταν, τον Αύγουστο του 1976.
Την πρώτη ημέρα την περάσαμε μελετώντας τις φωτογραφίες από το χαρτοφυλάκιο του Winogrand. Οι φωτογραφίες του παρουσίαζαν μια καταπληκτική έλλειψη προσκόλλησης σε οποιουσδήποτε κανόνες της σύνθεσης. Όπως ο πολυσύχναστος δρόμος που ήταν έξω από το παράθυρό μας , έτσι και οι εικόνες του ήταν γεμάτες με ανθρώπους σε κίνηση. Υπήρχε μια αβέβαιη αλλά δυναμική ισορροπία μεταξύ του χιούμορ και της μοναξιάς, σε περίεργες γωνίες λήψης, που ήταν ένας πρωτόγνωρος αλλά ισχυρός συνδυασμός.
Μελετήσαμε το χαρτοφυλάκιο του χωρίς όμως να ακούσουμε ούτε ένα σχόλιο από μέρους του. Ο Winogrand μιλούσε λίγο. Φαινόταν ανήσυχος και βαριεστημένος ,βαριεστημένος που «κόλλησε» σε μια τάξη. Όταν τελικά άρχισε να μιλά , η σκληρή φωνή του μου θύμισε ταξιτζή της Νέας Υόρκης.
Πολλές φορές οι μαθητές προσπάθησαν να σπάσουν αυτή την αδέξια σιωπή με μια ερώτηση που όμως την απαντούσε μονολεκτικά. Κάναμε ένα διάλειμμα για καφέ. Ο Winogrand εξακολουθούσε να μην μιλά πολύ. Φαινόταν να περιμένει από εμάς να τον ρωτήσουμε κάτι, για να μας πει κάτι, αλλά οτιδήποτε ήταν να πει δεν έβγαινε εύκολα από το στόμα του. Αγωνιστήκαμε να βρούμε τις ερωτήσεις, ελπίζοντας ότι κάποια θα τον έπειθε, ώστε να πάρουμε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες από αυτόν. Ο Winogrand έσπασε αυτή του τη σιωπή μόνο για να μας πει μια ιστορία-ανέκδοτο. Πήγαμε στα σπίτια μας, μετά από τέσσερις ώρες, μπερδεμένοι να αναρωτιόμαστε, τι είχαμε μάθει;
Την επόμενη ημέρα, ήταν λιγάκι καλύτερα τα πράγματα. Οι ερωτήσεις ήρθαν γρηγορότερα και υπήρξε λιγότερη σιωπή. Τελικά όμως πάλι καταλήξαμε να είμαστε σε σύγχυση. Ο Winogrand μας είπε ότι «οτιδήποτε- είναι υποψήφιο προς φωτογράφιση».
Είπε ότι οι περισσότεροι κάνουμε μόνο τις φωτογραφίες που ξέρουμε, είναι δύσκολο έτσι να διαλυθούν οι προκαταλήψεις μας για το πώς ένα πράγμα θα πρέπει να δείχνει φωτογραφημένο. Μας είπε να αφήσουμε το τι βλέπουμε να καθορίζει το που θα είναι τα όρια της φωτογραφίας. Μας προέτρεψε ακόμα να ξεχάσουμε τις προκαταλήψεις μας για το πώς πρέπει να φωτογραφηθεί κάτι. Μια φωτογραφία είπε, είναι η παραίσθηση μιας κυριολεκτικής περιγραφής για το πώς η φωτογραφική μηχανή είδε ένα κομμάτι του χρόνου και του χώρου." Θέλησα να μάθω ποια τεχνική ο Winogrand χρησιμοποιούσε για να πάρει τις καλύτερες φωτογραφίες του, αλλά η όλη συζήτηση κατάληξε σε μια παράξενη, εσωτερική θεωρία!
Μέχρι την Τετάρτη, οι σπουδαστές εξακολουθούσαν να είναι ανήσυχοι. Είχαμε μια συνάντηση με το Διευθυντή του προγράμματος και του εκφράσαμε τις ανησυχίες μας. Κάποιοι από τους σπουδαστές ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν.
Ο διευθυντής μας εκμυστηρεύθηκε ότι ο Winogrand δεν είναι εύκολος ,ούτε προσφέρει εύκολη εκμάθηση. «Να είστε υπομονετικοί και θα καταλάβετε σύντομα την αξία του» μας είπε. Εάν δεν μέναμε ικανοποιημένοι μέχρι το Σαββατοκύριακο, ήταν έτοιμος να μας επιστρέψει τα δίδακτρα.
Πίσω στην τάξη λοιπόν. Μετά από μια ώρα και κάτι, τα ατέλειωτα αστεία του Winogrand μαζί με καφεδάκι , το μάθημα κατάληξε πάλι ανώφελο.
Ξαφνικά, σχεδόν με αγανάκτηση, είπε, " ουφφφ, ας πάμε επιτέλους εκεί έξω να τραβήξουμε φωτογραφίες!
Τότε ήταν που πραγματικά άρχισε το μάθημα!
Ο Winogrand άνοιξε την τσάντα των φωτογραφικών μηχανών του και σε αυτήν ήταν δύο Leica M4' εξοπλισμένες με φακούς 28mm καθώς και αρκετές δωδεκάδες φιλμ tri-Χ. Το κάλυμμα της τσάντας ήταν καλυμμένο με κίτρινες ετικέτες, αυτά τα υπενθυμητικά χαρτάκια. Μας είπε ότι είχε γράψει σε αυτές τις ετικέτες τις συνθήκες φωτισμού για το κάθε ρολό φιλμ που τέλειωνε, και τις έβαζε εκεί ούτως ώστε μετά να ξέρει πώς να τα εμφανίσει. Καθώς περπατούσαμε προς την έξοδο του κτήριο, άρχισε να τυλίγει το λουρί της Leica γύρω από το χέρι του, έλεγξε το φως, ρύθμισε γρήγορα την ταχύτητα του κλείστρου και έλεγξε το διάφραγμα . Φαινόταν απόλυτα έτοιμος να «επιτεθεί» . Βγήκαμε τελικά από το κτήριο και βρεθήκαμε στο δρόμο.
Αντιληφθήκαμε γρήγορα τη τεχνική που χρησιμοποιούσε. Περπατούσε αργά ή σταματούσε στη μέση της διάβασης πεζών, την ώρα ακριβώς που οι άνθρωποι την διέσχιζαν. Φωτογράφιζε «γόνιμα»,αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Τον παρακολουθούσα να διασχίζει ένα ολόκληρο τετράγωνο και να εξαντλεί ένα ολόκληρο φιλμ χωρίς να μειώσει το διασκελισμό του. Καθώς ξαναγέμιζε την μηχανή του με φιλμ, τον ρώτησα εάν αισθανόταν άσχημα που χάνει κάποιες φωτογραφίες την ώρα που σταματά για να φορτώσει τη μηχανή με φιλμ. " Όχι βέβαια " απάντησε, " δεν υπάρχει καμία φωτογραφία την στιγμή που γεμίζω με φιλμ." Κοίταζε συνεχώς γύρω του και συχνά θα έβλεπε και θα «αναγνώριζε» μια κατάσταση στην άλλη πλευρά μιας πολυσύχναστης διασταύρωσης. Αγνοώντας την κυκλοφορία, θα έτρεχε διασταυρώνοντας τον δρόμο για να πάρει την φωτογραφία. Απίστευτο, κι όμως, οι άνθρωποι δεν αντιδρούσαν όταν τους φωτογράφιζε. Μου προκαλούσε έκπληξη το ότι ο Winogrand δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να κρυφτεί και ακόμα το γεγονός ότι στεκόταν εκεί, στη μέση του δρόμο, όπου βρισκόταν το θέμα του. Πολύ λίγοι τον παρατηρούσαν και πραγματικά κανένας δεν φαινόταν ενοχλημένος. Ο Winogrand καταλάβαινε από πριν την «ενέργεια» των θεμάτων του, χαμογελούσε συνεχώς ή χαιρετούσε τους ανθρώπους καθώς φωτογράφιζε. Φαινόταν λες και η φωτογραφική μηχανή του ήταν δευτερευούσης σημασίας και ο κύριος σκοπός του ήταν να επικοινωνήσει (γρήγορα μεν), σε μια προσωπική επαφή με τους ανθρώπους που περπατούσαν κοντά του. Συγχρόνως, καθώς περνούσε από τη σκιά στο φως του ήλιου και το ανάποδο, ρύθμιζε συνεχώς την(χωρίς φωτομέτρηση) φωτογραφική μηχανή του. Ήταν σαν δεύτερη φύση του. Θυμάμαι ότι το πρώτο σχόλιό του όταν βγαίναμε από το κτήριο ήταν " συμπαθητικό φως--1/250 σε f/8."
Προσπάθησα να μιμηθώ την τεχνική του Winogrand . Πήγα κατευθείαν επάνω στους ανθρώπους, πήρα φωτογραφίες τους, χαμογελώντας, ακριβώς όπως τον δάσκαλο. Κανένας δεν παραπονέθηκε, μερικοί μου ανταπέδωσαν και το χαμόγελο! Προσπάθησα να φωτογραφίσω και χωρίς να κοιτάζω μέσω του σκοπεύτρου, αλλά όταν με είδε ο Winogrand , μου είπε με αυστηρό και επιτακτικό ύφος “ δεν φωτογραφίζουμε ΠΟΤΕ χωρίς να κοιτάζουμε , θα χάσεις τον έλεγχο στο καδράρισμα σου ". Δεν πίστευα ότι είχε το χρόνο να κοιτάζει στο σκόπευτρο του, και έτσι προσπάθησα να τον παρατηρήσω πιο στενά . Πράγματι, ο Winogrand κοίταζε πάντα μέσω του σκοπεύτρου του προς το θέμα του. Ήταν σε κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά μπορούσα να τον δω όταν άλλαζε ελαφρώς θέση στη μηχανής του, ενώ συγχρόνως εστίαζε, προτού πατήσει το κλείστρο. Ήταν ακριβής και ταχύτατος στον έλεγχο του.
Δύο από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του Garry Winogrand
Παίρνοντας έμπνευση από τον δάσκαλο τράβηξα οκτώ φιλμ εκείνη τη μέρα! Δούλευα όλη τη νύχτα για να τα τυπώσω και την επόμενη μέρα παρουσίασα, κατενθουσιασμένος, στο δάσκαλο περίπου 50 τυπωμένες φωτογραφίες. Ο Winogrand τις χώρισε σε δύο στήλες, καλές και κακές και μετά μου τις έδωσε πίσω χωρίς κανένα σχόλιο. Τον πίεσα για λεπτομέρειες: τι είναι αυτό που κάνει αυτήν την φωτογραφία καλή ; Γιατί συμπαθείς εκείνη την φωτογραφία και όχι αυτή; Μου απάντησε απλά " είναι καλή φωτογραφία!" και με προέτρεψε να ρίξω μια πιο προσεκτική ματιά στις φωτογραφίες που τραβά. Ήμουν απογοητευμένος, αλλά αισθάνθηκα και την πρόκληση. Το υπόλοιπο του μαθήματος κύλησε στο ίδιο μοτίβο. Την υπόλοιπη μέρα συνέχισα να φωτογραφίζω σαν μανιακός (όπως και οι περισσότεροι από τους άλλους σπουδαστές). Δούλεψα στο σκοτεινό θάλαμο μέχρι την αυγή, ετοίμασα μια δέσμη φωτογραφιών 8x10 και γύρισα στη Νέα Υόρκη από το Long Island για το μάθημα των 9 π.μ.
Ο Winogrand χώρισε πάλι τις φωτογραφίες σε καλές και αδιάφορες. Μελέτησα τις επιλογές του, προσπαθώντας να μπω στη λογική του. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι όταν «λειτουργεί» ολόκληρη η φωτογραφία—δίνει μια διαισθητική απάντηση σε κάτι οπτικό, ανεξήγητο με λέξεις, «…την συμπαθώ» . Εάν μόνο ένα μέρος της φωτογραφίας λειτουργήσει, αυτό δεν είναι αρκετό.
Μαθητές βλέπουν τη κρητική του Winogrand Φώτο O.C. Garza
Μας είπε ότι το cropping μας ήταν λανθασμένο και να φωτογραφίζουμε σε πλήρες πλαίσιο έτσι ώστε " η ποιότητα του οπτικού προβλήματος να βελτιωθεί." Ο Winogrand μας είπε ακόμα να φωτογραφίζουμε αυτό που εμείς νιώθουμε ότι μας λέει κάτι και να εμπιστευόμαστε τις επιλογές μας, ακόμα κι αν κανένας άλλος δεν συμφωνεί με αυτές .
Την επόμενη εβδομάδα, ο Winogrand μας είπε για τις μεθόδους με τις οποίες δούλευε ,οι οποίες ήταν μάλλον ανορθόδοξες, αλλά καθόλου επιφανειακές. Δεν εμφάνιζε ποτέ φιλμ μετά από μια φωτογράφιση . Περίμενε σκόπιμα ένα ή δύο χρόνια, λέγοντάς μας ότι έτσι δεν θα είχε ουσιαστικά καμία ανάμνηση της πράξης η της λήψης μιας μεμονωμένης φωτογραφίας. Αυτό, έλεγε, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια αυστηρότερη κρητική για τις φωτογραφίες του! Όπως μας είπε " Εάν ήμουν σε μια καλή διάθεση την ημέρα της φωτογράφισης, τότε εμφάνιζα το φιλμ αμέσως, " μπορούσα να επιλέξω μια εικόνα επειδή θυμόμουν πόσο καλά αισθάνθηκα όταν την πήρα και όχι απαραιτήτως επειδή ήταν μια πολύ καλή φωτογραφία. Θα κάνετε καλύτερες επιλογές εάν προσεγγίζετε «ψυχρά» τα αρνητικά σας και διαχωρίζοντας την επεξεργασία από την φωτογράφιση όσο το δυνατόν περισσότερο. "
Ο Winogrand έβρισκε μερικά από τα πιο δημοφιλή θέματά του με τη μελέτη των workprints του. Δεν βγήκε ποτέ λέγοντας " Θέλω να φωτογραφίσω το τάδε σήμερα, " επειδή αυτό δημιουργεί προκαταλήψεις και σε αποτρέπει από το να είσαι ανοικτός να δεις άλλα πράγματα. Εργάστηκε χωρίς προκαταλήψεις σε αυτό που θα λέγαμε κατάλληλο φωτογραφικό θέμα ή το πώς μια φωτογραφία πρέπει να δείχνει. Είχε πει,
" Φωτογραφίζω κάτι για να δω πως θα φαίνεται φωτογραφημένο." Μας ενθάρρυνε να μελετήσουμε τις φωτογραφίες των μεγάλων φωτογράφων. Δείτε τις τυπωμένες δουλείες τους στις γκαλερί και τα μουσεία για να ξέρετε πώς μια καλά τυπωμένη φωτογραφική δουλειά δείχνει. Μας σύστησε τους Αμερικανούς Robert Frank, το American Images του Walker Evans τον Robert Adams' τη δουλεία του Lee Friedlander, Paul Strand, Brassai, Andre Kertesz, Weegee και του Henri Cartier-Bresson.
Μας συμβούλεψε ακόμα να είμαστε πάντα εκεί που υπάρχει πολύς κόσμος και συμβαίνουν πράγματα για φωτογράφιση. Το αγαπημένο του μέρος φωτογράφισης ήταν το Columbus Circle στην πόλη της Νέας Υόρκης, Κυριακές στις 3 μ.μ.
Όταν κάποτε τον ρώτησα γιατί βγάζει με κλίση τους ορίζοντές του; Μου απάντησε
" Ποια κλίση; " δεν ενδιαφερόταν να κρατά τους ορίζοντες σε ευθεία γραμμή μέσα στο πλαίσιο, αλλά πάντα είχε ένα κάθετο πλαίσιο αναφοράς στις εικόνες του. (Αυτό μπορεί να είναι και ο μόνος κανόνας της σύνθεσης που μας δίδαξε.)
Είπε ότι η ένταση μεταξύ της φόρμας και του περιεχομένου μιας φωτογραφίας τη κάνει επιτυχημένη. Μας είπε ακόμα ότι η επιτυχέστερη τέχνη είναι αυτή που βρίσκετε στα πρόθυρα της αποτυχίας. Αυτές όλες οι ανάμεικτες ιδέες πρόσθεσαν τελικά πάνω μας μια συνεπή προσέγγιση στη φωτογραφία που μπορεί να συνοψιστεί σε δύο λέξεις: καμία προκατάληψη. Οι φωτογραφίες του δεν είχαν τίποτα που να παραπέμπει η έστω να μοιάζει με κάτι που υπήρξε και πριν στην φωτογραφία δρόμου. Ακόμη και η μέθοδος διδασκαλίας του (που άφηνε τους σπουδαστές να δημιουργήσουν το μάθημα με ερωτήσεις, απαντώντας μόνο όπου είχε κάτι σημαντικό να πει) απεικόνιζε και τη φιλοσοφία ανατροπής του σε οποιοδήποτε προηγούμενο παράδειγμα για το «πώς γίνεται» μια φωτογραφία.
Μετά το τέλος του εκπαιδευτικού χρόνου, έβλεπα τη φωτογραφική μηχανή μου και τον κόσμο διαφορετικά πια. Ενθαρρυμένος και από τα τελευταία λόγια του Winogrand' την ώρα του αποχωρισμού από το σχολείο, που μου είχε πει" Πάρε μια άλλη φωτογραφική μηχανή και δούλεψε μαζί της" Αγόρασα λοιπόν μια Leica Μ3 με 35mm φακό και συνέχισα το ταξίδι μου στην τέχνη της φωτογραφίας. Τον Winogrand τον ξαναείδα το 1982 σε μια διάλεξη που έδωσε στο Queens College. Δράττοντας την ευκαιρία του έδειξα κάποια πρόσφατη δουλεία μου. Είπε ότι «τη συμπάθησε» και γυρίζοντας μου είπε να συνεχίσω. Αφού μου υπέγραψε μια φωτογραφία που του πήρα από τη χρονιά που κάναμε τα μαθήματα του είπα, " θα σας δω την επόμενη φορά δάσκαλε. " Αλλά δυστυχώς δεν υπήρξε επόμενη φορά. Δύο χρόνια αργότερα έφυγε για το μεγάλο ταξίδι.
Σκέψεις από ένα άλλο μαθητή του Gary τον O.C. Garza
«Στην τάξη που δίδασκε ο Gary ήταν αρκετά χαλαρά τα πράγματα , αλλά ήταν ταιριασμένα στη νοοτροπία των σπουδαστών φωτογραφίας τέχνης. Κάθε σπουδαστής θα έπαιρνε Α εφ' όσον συμμετείχε στις συνόδους κριτικής και υπέβαλε τουλάχιστον έξι τυπωμένες φωτογραφίες μέσα σε ένα εξάμηνο σε αυτή τη κριτική φωτογραφιών . Δεν είμαι βέβαιος ότι παρακολουθούσε ποιος υπέβαλε και ποιός δεν υπέβαλε τις φωτογραφίες του στις συναντήσεις για κριτική, Αλλά σπάνια έβλεπες οποιουσδήποτε σοβαρούς σπουδαστές φωτογραφίας να χάνουν την συνάντηση για την κρίση των φωτογραφιών τους και να μην έχουν τουλάχιστον έξι τυπωμένες φώτο σε κάθε σύνοδο κριτικής.»
Ο Gary βλέποντας φωτογραφίες σε μια σύνοδο κριτικής. Φώτο O.C. Garza
«Όταν είσαι είκοσι χρονών και ο εκπαιδευτικός φωτογραφίας αρχίζει με τη «φόρμα εναντίον του περιεχομένου», ή ότι «μια φωτογραφία δεν μπορεί να πει μια ιστορία», ή ότι δεν υπάρχει κανένας κανόνας της σύνθεσης, ή ότι τα πράγματα αλλάζουν όταν τα φωτογραφίζετε, ή ότι μια τυπωμένη φωτογραφία είναι μια ερμηνεία του κόσμου από μια φωτογραφική μηχανή, ή ότι δεν εμφανίζει τα φιλμ του στους επόμενους μήνες ή χρόνια αφότου τα τράβηξε, τότε τα πράγματα μπορούν να πάρουν φιλοσοφικές αναζητήσεις και να συγχυστείς αρκετά γρήγορα.»
«Προσπαθούσε πάντα να συνδέσει την εργασία του με τη μεθοδολογία του, δείχνοντας μας τις ενδιαφέρουσες φωτογραφίες του και προσπαθώντας να μας διδάξει «να βλέπουμε!».
«Έχετε μια ζωή για να μάθετε την τεχνική, έλεγε, αλλά μπορώ να σας διδάξω αυτό που είναι σημαντικότερο από την τεχνική, πώς να μάθετε να «βλέπετε». «μετά από αυτό, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να πατήσετε το κουμπί στην μηχανή σας!»
«Το όραμα του Garry ήταν ότι υπάρχει κάτι που συνδέει αυτά τα δύο (μορφή και περιεχόμενο). Αυτό το στοιχείο είναι η αιχμή του δόρατος στη μάχη της μορφή-εναντίον-περιεχομένου αλλά είναι απαραίτητο για μια επιτυχημένη φωτογραφία. Ονομάζω αυτό το στοιχείο, έλεγε «μέρος της εικόνας που λέει την ιστορία».
«Και ενώ μας έλεγε πάντα να εμπιστευόμαστε την κρίση μας για την επιλογή των θεμάτων, αναγνώριζε ότι μερικές φορές κρίνουμε λανθασμένα. Αναγνώρισε επίσης ότι ήταν τόσο ένοχος αυτής της λανθασμένης κρίσης όπως είναι και οι περισσότεροι φωτογράφοι . Φυσικά, πρόσθετε, «έχω τραβήξει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα φιλμ από τους περισσότερους φωτογράφους
« Ο Garry δίδαξε στο πανεπιστήμιο UT για περίπου πέντε χρόνια. Δεν είμαι βέβαιος ότι το επιθυμούσε ιδιαίτερα, αλλά αισθάνθηκα ένα κομμάτι της απογοήτευσης του . Όχι απαραιτήτως από την εργασία της διδασκαλίας, αλλά επειδή αισθάνθηκα ότι πρωτίστως ήθελε να είναι έξω κάνοντας τον τύπο φωτογραφίας που του άρεσε. Αντλούσε τη μέγιστη ευχαρίστησή του από τη φυσική πράξη της λήψης φωτογραφιών !»
Πιός είναι ο O.C. Garza
Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν με ένα πτυχίο στη δημοσιογραφία και ειδίκευση στη φωτοδημοσιογραφία. Μελέτησε επίσης τη φωτογραφία για τέσσερα εξάμηνα κάτω από τη καθοδήγηση του Garry Winogrand όταν ήταν καθηγητής φωτογραφίας στο Πανεπιστημίο τεχνών του Τέξας . Για περισσότερο από 20 χρόνια βγάζει τα προς το ζειν από τις φωτογραφίες του και το γράψιμο. Η φωτογραφική δουλεία του έχει εμφανιστεί σε πολλά αμερικανικά και διεθνή περιοδικά, βιβλία, εφημερίδες και ταινίες συμπεριλαμβανομένου του Esquire, Readers Digest, Oceans, Outside, Sailboarder, Surfing, Skin Diver, Southern Living, American City & County, Texas Monthly, Texas Parks & Wildlife, The Texas Humanist, Texas Highways, Texas Utilities και πολλά άλλά
Street photography by MAGNUM photographers
© Constantine Manos Magnum Photos
photo by Gueorgui Pinkhassov
photo by Jean Gaumy
photo by David Alan Harvey
photo by Richard Kalvar
Street photography by NATIONAL GEOGRAPHIC photographers
PATRA GREECE 1930 Photograph by Maynard Owen Williams NG
Photograph by James L. Stanfield NG
Photograph by William Albert Allard
paris-cafe 1936 Photograph by W. Robert Moore NG
Mερικές φωτογραφίες απο ένα πολύ καλό street photographer και καλό φίλο τον Markus Hartel
απο την Νεα Υόρκη.
All rights reserved by Markus Hartel.